- распространить
- -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. распространённый, βρ: -нён, -нена, -но ρ.σ.μ.1. επεκτείνω, αυξαίνω, μεγαλώνω•
свой владения επεκτείνω τις κτήσεις μου• -распространить своё влияние επεκτείνω την επιρροή ή επίδραση•
распространить власть επεκτείνω την εξουσία•
действие закона επεκτείνω την ισχύ του νόμου.
2. διαδίδω• διασπείρω•распространить опыт новаторов производства διαδίδω την πείρα των καινοτόμων της παραγωγής•
распространить слух διαδίδω φήμη•
распространить известие διαδίδω είδηση•
распространить новость διαδί-δβ το νέο.
3. διαχέω, γεμίζω•букет сразу -ил в комнате аромат η ανθοδέσμη αμέσως γέμισε το δωμάτιο με ευωδιά.
4. επιμηκύνω, μακραίνω, κάνω πιο εκτεταμένο, λεπτομερές.5. κυκλοφορώ, διανέμω, μοιράζω•распространить прокламацию μοιράζω διακήρυξη•
распространить книгу в деревне διαδίδω το βιβλίο στο χωριό.
распространиться1. επεκτείνομαι, αυξαίνω, μεγαλώνω•распространить владения επεκτείνω τις κτήσεις•
распространить сад επεκτείνω το δεντρόκηπο.
2. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• διασπείρομαι•болезнь -лась быстро η ασθένειαδιαδόθηκε γρήγορα•
учение -лось по всему миру η διδασκαλία διαδόθηκε σ όλον τον κόσμο•
слухи -лись по городу φήμες κυκλοφόρησαν στην πόλη.
|| διαχέομαι•приятный запах -лся по всей квартире η ευχάριση μυρουδιά διαδόθηκε σ όλο το διαμέρισμα.
3. μακρηγορώ, μακρολογώ.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.